Λέξη: υγροποιώ
Συνώνυμα: υγροποιώ
ρευστοποιώ, τήκω, τήκομαι, γκρεμίζω, κατακαθίζω, πίπτω ως βροχή, κατακρημνίζω, επισπεύδω
Μεταφράσεις: υγροποιώ
υγροποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
condense, liquefy, liquify
υγροποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condensar, licuar, licuarse, licuar el, licuar la, licuefacer
υγροποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verflüssigen, zu verflüssigen, verflüssigt, Verflüssigung, flüssig
υγροποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condensons, comprimer, liquéfier, condenser, concentrer, condensez, cailler, tasser, condensent, se liquéfier, liquéfaction, liquéfient, liquéfier le
υγροποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liquefare, liquefarsi, liquefazione, liquefare il, liquefa
υγροποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condensar, liquefazer, liquidificar, liquefy, liquefazer o, liquefazem
υγροποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vloeibaar maken, smelten, vloeibaar, vloeibaar te maken, vloeibaar te
υγροποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уплотнять, сгущать, уплотнить, сокращать, сгустить, сократить, сжижать, разжижения, в жидкое, жидкое состояние, разжижают
υγροποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kondensere, flytende, flytendegjøre, bli flytende
υγροποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kondensera, liquefy, vätskeform, smälta, förvätskas
υγροποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiivistyä, nesteyttää, nesteyttämiseksi, nesteytyy, liquefy, nesteytyä
υγροποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
liquefy, flydendegøre, flydende, smelte
υγροποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhušťovat, soustředit, stlačit, koncentrovat, zhustit, kondenzovat, zkapalnit, srážet, zkapalnění, zkapalní, zkapalňování, roztavil
υγροποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spłaszczyć, kondensować, skraplać, zagęszczać, skroplić, zgęszczać, skondensować, stopić, stan ciekły, skroplenia, w stan ciekły
υγροποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felenged, cseppfolyósítani, cseppfolyósít, cseppfolyósodó, elfolyósodnak
υγροποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıvılaştırmak, sıvılaştırılması, sıvılaştırılmasında, sıvılaşmasına, liquefy
υγροποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стиснутий, скоротити, конденсуйтеся, згущати, сжижать, скраплювати, зріджувати
υγροποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëngëzohet, të lëngëzohet, lëngëzoj, lëngështoj
υγροποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
втечнявам, втечни, втечняване, втечняват, се втечни
υγροποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звадкоўваць
υγροποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kondenseerima, kondenseeruma, sulama, vedeldada, vedelduvad, vedeldasid, vedelduma
υγροποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zgusnuti, rastopiti, rastopiti se, su tekući, ukapljenog, postaju tekući
υγροποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liquefy
υγροποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suskystinti, skysti, Lydytis, skystinti, suskystina
υγροποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārvērst šķidrumā, sašķidrināt, sašķidrinātu, šķidrumā, šķidras
υγροποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
liquefy
υγροποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lichefia, lichefierea, lichefieze, a lichefia, lichefiaza
υγροποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
utekočinijo, utekočiniti, utekočini, Rastopiti, napitek
υγροποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kondenzovať, skvapalniť, kvapalnými
Τυχαίες λέξεις