Воюющий στα ελληνικά
Μετάφραση: воюющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων
Μεταφράσεις
- вощить στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
- воющий στα ελληνικά - ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
- вояж στα ελληνικά - ταξιδεύω, περιοδεύω, ταξιδιώτης, γύρος, ταξίδι, περιοδεία, περιήγηση, ...
- вояка στα ελληνικά - πολεμιστής, πετεινός, κόκορας, στρατιώτης, μαχητής, μαχητή, μαχητικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Воюющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων
Μεταφράσεις: επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, εμπόλεμων