Вписывать στα ελληνικά
Μετάφραση: вписывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισέρχομαι, βάζω, μπαίνω, προσθέτω, εισάγω, επιγράφω, χαράζω, εγγραφεί, εγγράψει, εγγράφεται, εγγραφή σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вписанный στα ελληνικά - χαραγμένο, ενεπίγραφες, χαραγμένα, ενεπίγραφη, εγγεγραμμένο
- вписать στα ελληνικά - μπαίνω, βάζω, εισάγω, εισέρχομαι, επιγράφω, χαράζω, γράφω, ...
- впитать στα ελληνικά - απορροφώ, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
- впитаться στα ελληνικά - εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Τυχαίες λέξεις
Вписывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισέρχομαι, βάζω, μπαίνω, προσθέτω, εισάγω, επιγράφω, χαράζω, εγγραφεί, εγγράψει, εγγράφεται, εγγραφή σε
Μεταφράσεις: εισέρχομαι, βάζω, μπαίνω, προσθέτω, εισάγω, επιγράφω, χαράζω, εγγραφεί, εγγράψει, εγγράφεται, εγγραφή σε