Λέξη: κορσάζ

Συνώνυμα: κορσάζ

μπούστος φόρεμα, ανθοδέσμη διά το στήθος

Μεταφράσεις: κορσάζ

κορσάζ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corsage, bodice, corsage brooch, brooch, corsages

κορσάζ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corpiño, ramillete, corsage, ramillete de, de corsage, del ramillete

κορσάζ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korsage, mieder, leibchen, taille, anstecksträußchen, Korsage, Mieder, Corsage, Corsagen

κορσάζ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corsage, veste, corsage de, bouquet de corsage, de corsage, bustier

κορσάζ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corpetto, corsage, bouquet, del corsage, bouquet di

κορσάζ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpete, corsage, buquê, broche, buquê de

κορσάζ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
corsage

κορσάζ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лиф, корсаж, букет, букетик, корсажем, корсажа

κορσάζ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
corsage

κορσάζ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Corsage

κορσάζ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukkapuska, kukkakimppu, corsage

κορσάζ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
corsage

κορσάζ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vestička, živůtek, corsage

κορσάζ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stanik, gors, kaftan, corsage, gorsety

κορσάζ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
női ruhaderék, ruhaderék, Korszázs, virágcsokor

κορσάζ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çiçek buketi, corsage, korsaj, buketi, elbisenin üst kısmı

κορσάζ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корсаж, ліф, корсет

κορσάζ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tufë e vockël lulesh, jelek grash

κορσάζ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
букет, корсаж, букетче което се носи на корсаж

κορσάζ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
корсаж, гарсаж

κορσάζ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pihik, corsage, Korsett, värvi korsett

κορσάζ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mider, steznik, gornji dio ženske odjeće

κορσάζ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
corsage

κορσάζ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korsažas, kiklikas, Ņieburs, Korsetas, Corsage

κορσάζ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ņieburs

κορσάζ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Корсажи

κορσάζ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buchet, corsaj, de corsaj, corsage, corsajul, corsaje

κορσάζ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zgornji del ženske obleke

κορσάζ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korzet, živôtik, živôtok
Τυχαίες λέξεις