Врасплох στα ελληνικά

Μετάφραση: врасплох, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απροσδόκητα, εξαπίνης, με, από, κατά, από την, του
Врасплох στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вранье στα ελληνικά - κείμαι, βλακείες, ψεύδομαι, σαπίζω, ανοησίες, ψέματα, βρίσκεται, ...
  • враньё στα ελληνικά - ψεύδομαι, κείμαι, ψέματα, βρίσκεται, έγκειται, τα ψέματα, ψεύδη
  • врастать στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, παρεκκλήσι, λάρνακα, μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, αυξάνεται, ...
  • врастяжку στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, σε πλήρες μήκος
Τυχαίες λέξεις
Врасплох στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απροσδόκητα, εξαπίνης, με, από, κατά, από την, του