Всасывающий στα ελληνικά

Μετάφραση: всасывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό
Всасывающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всасывание στα ελληνικά - άντληση, απορρόφηση, θηλάζω, ρουφώ, αναρρόφηση, γλείφω, απορρόφησης, ...
  • всасывать στα ελληνικά - άνω, πάνω, απορροφώ, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, ...
  • все στα ελληνικά - όλες, χρώμα, όλα, ύπαρξη, πληθυσμός, έγχρωμος, όλος, ...
  • всеведение στα ελληνικά - παντογνωσία, την παντογνωσία, πανσοφία, Η παντογνωσία, στην παντογνωσία
Τυχαίες λέξεις
Всасывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό