Λέξη: φυσικά
Σχετικές λέξεις: φυσικά
φυσικά πρόσωπα, φυσικά ε δημοτικού, φυσικά δάκρυα, φυσικά καθαριστικά, φυσικά στ δημοτικού, φυσικά αναβολικά, φυσικά αντιβιοτικά, φυσικά πρόσωπα του π.δ. 38/2010, φυσικά καλλυντικά, φυσικά αγχολυτικά
Συνώνυμα: φυσικά
σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, μάλιστα, απλά
Μεταφράσεις: φυσικά
φυσικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
naturally, of course, certainly, natural, course
φυσικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
naturalmente, por supuesto, supuesto, claro
φυσικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
natürlich, natürlicher, normalerweise, selbstverständlich, natürlich auch, verständlich
φυσικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
évidemment, certainement, naturellement, certes, bien sûr, bien entendu, sûr
φυσικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
naturalmente, ovviamente, ovvio, di corso, certo
φυσικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
naturalizar, naturalmente, claro, é claro
φυσικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
natuurlijk, uiteraard, Natuurlijk is, vanzelfsprekend
φυσικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легко, натурально, свободно, естественно, понятно, конечно, конечно же, разумеется
φυσικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
naturligvis, Selvfølgelig, selvsagt, of course, Selvfølgelig er
φυσικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
naturligtvis, Naturligtvis, Självklart, givetvis, förstås, motiv
φυσικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivatta, tietysti, tietenkin, luonnollisesti, tietenkään, on tietenkin
φυσικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
naturligvis, selvfølgelig, jo, er naturligvis
φυσικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přirozeně, samozřejmě, ovšem, pochopitelně, Samozřejmostí
φυσικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naturalnie, oczywiście, Naturalnie, rzecz jasna
φυσικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természetesen, persze, természetesen a, Hát persze
φυσικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elbette, Tabii ki, tabii, tabi, seyri
φυσικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аякже, звичайно, природно, звісно, зрозуміло
φυσικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurisht, natyrisht, Sigurisht që, Kuptohet
φυσικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разбира се, разбира, естествено
φυσικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядома, канешне, канечне, конечно, зразумела
φυσικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muidugi, loomulikult, mõistagi, on muidugi, on loomulikult
φυσικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prirodno, naravno, dakako
φυσικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Auðvitað, að sjálfsögðu, sjálfsögðu, að sjálfsögðu er, er auðvitað
φυσικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žinoma, Be abejo
φυσικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
protams, dabiski, brīvi
φυσικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се разбира, разбира, секако
φυσικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desigur, bineînțeles
φυσικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Seveda, je seveda, Seveda je, Seveda pa
φυσικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochopiteľne, samozrejme