Λέξη: κρέμα
Σχετικές λέξεις: κρέμα
κρέμα ματιών, κρέμα καραμελέ, κρέμα πατισερί, κρέμα γάλακτος, κρέμα ζαχαροπλαστικής, κρέμα αποτρίχωσης για αντρες, κρέμα για ραγάδες, κρέμα λεμονιού, κρέμα προσώπου, κρέμα για αιμορροΐδες, καρμπονάρα, bepanthol, bepanthol κρέμα προσώπου, apivita
Συνώνυμα: κρέμα
αφρόγαλα, αφρός, αφρόκρεμα, καϊμάκι, κρεμ χρώμα, γαλακτόπητα
Μεταφράσεις: κρέμα
κρέμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cream, custard, cream is
κρέμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crema, nata, crema de, la crema, de crema
κρέμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obers, rahm, creme, sahne, balsam, Creme, Sahne, Rahm, cream
κρέμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crème, la crème, de crème, crèmes, de la crème
κρέμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panna, crema, crema di, cream, la crema
κρέμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
creme, nata, natas, creme de, de creme, o creme
κρέμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
room, puikje, vla, roomkleurig, crème, cream, ijs, creme
κρέμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вершки, вершок, сливки, отстой, крем, пена, пениться, крема, крем для, кремовый
κρέμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fløte, krem, kremen, cream
κρέμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grädde, kräm, cream, grädden
κρέμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerma, vatkata, kuoria, kerman, cream, kermaa, voide
κρέμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fløde, creme, cream, cremen
κρέμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smetánka, krémový, krém, smetana, smetany, šlehačkou, ze smetany
κρέμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmietanka, maść, śmietana, kremowanie, krem, cream, śmietany
κρέμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tejszín, krém, krémet, tejszínt, cream
κρέμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaymak, krema, krem, kremi, cream, dondurma
κρέμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крем, відстій, піна, пінитися
κρέμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krem, Cream, krem të, salcë, kremi
κρέμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сметана, крем, крем за, крема
κρέμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэм, крем
κρέμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koor, koorekiht, koore, kreemi, kreem, cream
κρέμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrhnje, kajmak, nadjev, krem, krema, krema za, vrhnja
κρέμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krem, rjómi, rjóma, kremið, ís
κρέμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grietinėlė, kremas, grietinėlės, grietinė, kremo
κρέμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krējums, krēms, krējuma, krējumu, krēmu
κρέμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крем, павлака, кремот, крема, крем за
κρέμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crem, smântână, cremă, crema, crema de, Creme
κρέμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krém, smetana, krema, smetano, smetane, cream
κρέμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smotana, krém
Στατιστικά δημοτικότητας: κρέμα
Τυχαίες λέξεις