Всмотреться στα ελληνικά
Μετάφραση: всмотреться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους
Μεταφράσεις
- вслушиваться στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσει, ακούν
- всматриваться στα ελληνικά - περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, ...
- всовывать στα ελληνικά - ώθηση, μπήγω, τοποθετώ, βάζω, χωμένος, σπρώχνω, γλιστρήσει, ...
- всосать στα ελληνικά - απορροφώ, πάνω, άνω, αναρροφά, πιπιλίζουν, απορροφά, παρασύρει, ...
Τυχαίες λέξεις
Всмотреться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους
Μεταφράσεις: παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους