Вспрыскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: вспрыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вспотеть στα ελληνικά - ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
- вспрыгивать στα ελληνικά - πηδώ, άλματα, αλμάτων, τα άλματα, πηδήματα, άλμα
- вспугивать στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, αρχίζω, ξεκίνημα, άνοιξη, ξεκινώ, αναπηδώ, αρχή, ...
- вспугнуть στα ελληνικά - αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκίνημα, φοβίσει, τρομάξει, φοβίζει, ...
Τυχαίες λέξεις
Вспрыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Μεταφράσεις: πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε