Λέξη: κυμαίνομαι
Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα
Συνώνυμα: κυμαίνομαι
αμφιταλαντεύομαι, διστάζω, ταλαντεύομαι, κυματίζω, διακυμαίνομαι
Μεταφράσεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fluctuate, undulate, waver
κυμαίνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fluctuar, fluctuará, variar, fluctúan, fluctúe
κυμαίνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwanken, fluktuieren, schwankt, Schwankungen
κυμαίνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
varier, chanceler, altérer, balancer, amender, vaciller, flotter, changer, barguigner, échanger, fluctuer, fluctuent, fluctue, fluctuera
κυμαίνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oscillare, fluttuare, variare, fluttuazioni, fluttuerà
κυμαίνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flutuar, flutuam, variar, oscilar, oscilam
κυμαίνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schommelen, fluctueren, variëren, fluctueert, schommelt
κυμαίνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меняться, колебаться, колеблются, колебаться в, колеблется, изменяться
κυμαίνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
variere, svinge, svinger, varierer, fluktuere
κυμαίνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fluktuera, fluktuerar, variera, varierar, att fluktuera
κυμαίνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heilahdella, kellua, hulmuta, häilyä, vaihdella, vaihtelevat, vaihtelee, vaihtele
κυμαίνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinger, svinge, variere, udsving, varierer
κυμαίνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
váhat, kolísat, měnit, fluktuovat, pohybovat, kolísají, kolísá, pohybují
κυμαίνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chwiać, zmieniać, falować, wahać, zmieniać się, oscylować, ulegać wahaniom, się wahać
κυμαίνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ingadozik, ingadozhat, ingadoznak, ingadozni
κυμαίνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değişmek, dalgalanma, dalgalanmaya, dalgalanabilir, dalgalanması, dalgalanıyor
κυμαίνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коливатися, коливайтеся, коливатиметься, вагатися, коливатись, коливатимуться
κυμαίνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luhatet, të luhatet, luhaten, të luhaten, luhatet në
κυμαίνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира
κυμαίνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вагацца, хістацца
κυμαίνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikuma, kõikuda, kõiguvad, kõigub, muutuda
κυμαίνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fluktuirati, oscilirati, mijenjati, varirati, se mijenjati
κυμαίνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveiflast, sveiflur, sveiflast í, sveiflist, að sveiflast
κυμαίνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svyruoti, svyruoja, svyruos, kisti, kinta
κυμαίνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svārstīties, svārstās, svārstīsies, mainīties, svārstības
κυμαίνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врти, флуктуираат, флуктуира, се врти, се променат
κυμαίνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluctua, fluctueze, fluctuează, fluctua în, varia
κυμαίνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nihajo, niha, nihali, nihale, nihala
κυμαίνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolísať, meniť, pohybovať, líšiť, fluktuovať
Τυχαίες λέξεις