Λέξη: παρατείνω

Σχετικές λέξεις: παρατείνω

προτείνω συνώνυμα, παρατείνω στα αγγλικα, συνώνυμο προτείνω

Συνώνυμα: παρατείνω

σέρνω, σύρω βίαια, σύρομαι, υστερώ, εκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνω, τείνω, προεκβάλλω, επιμηκύνω, αποσύρω, μεγαλώνω, μηκύνω

Μεταφράσεις: παρατείνω

παρατείνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prolong, extend, spin out, protract, draw out

παρατείνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prolongar, alargar, ampliar, extender, extenderse, prorrogar

παρατείνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erweitern, verlängern, reichen, ausdehnen, erstrecken sich

παρατείνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rallonger, allonger, étirer, prolongeons, prolongent, proroger, prolongez, prolonger, atermoyer, étendre, se étendre, s'étendre

παρατείνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estendere, estendersi, ampliare, prorogare, prolungare

παρατείνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prolongar, alongar, proliferar, estender, ampliar, alargar, prorrogar

παρατείνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlengen, uitbreiden, uitstrekken, zich uitstrekken, breiden

παρατείνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продлить, отсрочить, пролонгировать, продлевать, продолжить, расширить, расширять, распространяться, простираться

παρατείνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forlenge, utvide, strekker seg, strekker, strekke seg

παρατείνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlänga, sträcka, sträcker, utsträcka, utvidga

παρατείνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidentää, laajentaa, ulottaa, jatkaa, ulottuvat

παρατείνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække

παρατείνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prolongovat, prodloužit, rozšířit, rozšíření, prodloužení, rozšíří

παρατείνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedłużyć, wydłużyć, przedłużać, prolongować, wydłużać, rozciągać się, rozszerzyć, rozszerzenie

παρατείνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiterjeszteni, kiterjesztése, meghosszabbítja, kiterjeszti, meghosszabbíthatja

παρατείνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzatmak, genişletmek, uzanan, uzanır, uzatma

παρατείνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прологи, продовжити, подовжити

παρατείνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjas, shpreh, zgjat, zgjasë, të zgjeruar

παρατείνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удължи, разширяване, удължат, разширят, разшири

παρατείνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падоўжыць, працягнуць, прадоўжыць

παρατείνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikendama, sissejuhatus, laiendama, laiendada, pikendada, laiene, laiendamiseks

παρατείνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prolog, predigra, uvod, predgovor, proširiti, produžiti, produljiti, proširenje, protežu

παρατείνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framlengja, lengja, ná, auka, bæta

παρατείνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išplėsti, pratęsti, plėsti, praplėsti, apimti

παρατείνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paplašināt, pagarināt, paplašinātu, attiecināt, paplašīnāt

παρατείνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се прошири, прошири, да се прошири, продолжување, продолжи

παρατείνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prelungi, extinde, extindă, se extindă, prelungească

παρατείνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razširi, podaljša, razširiti, razširitev, podaljšanje

παρατείνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predĺžiť, prolongovať, rozšíriť, rozšírenie, rozšírenia
Τυχαίες λέξεις