Вспучить στα ελληνικά

Μετάφραση: вспучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, vspuchilis
Вспучить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вспучивание στα ελληνικά - πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
  • вспучивать στα ελληνικά - έξω, φουσκώνω, διαστείλει, διαστέλλουν, να διαστείλει, γέλης στο εσωτερικό
  • вспучиться στα ελληνικά - vspuchilis
  • вспылить στα ελληνικά - μύγα, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, πετώ, φωτιά, εξάπτομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Вспучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, vspuchilis