Встраивать στα ελληνικά

Μετάφραση: встраивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόι, ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, Ενσωματώστε το, να ενσωματώσετε
Встраивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • встарь στα ελληνικά - σε, άλλοτε, πρότερον
  • встать στα ελληνικά - ορθώνομαι, διανύω, αύξηση, αυξάνομαι, ανατέλλω, είμαι, βρίσκομαι, ...
  • встревоженный στα ελληνικά - νευρική υπερένταση, νευρικοί, νευρικός, νευρικής υπερέντασης, uptight
  • встревожить στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Встраивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόι, ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, Ενσωματώστε το, να ενσωματώσετε