Встревожить στα ελληνικά
Μετάφραση: встревожить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- встраивать στα ελληνικά - μπόι, ανάστημα, κορμοστασιά, χτίζω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, ...
- встревоженный στα ελληνικά - νευρική υπερένταση, νευρικοί, νευρικός, νευρικής υπερέντασης, uptight
- встрепанный στα ελληνικά - αναμαλλιασμένος, ατημέλητα, disheveled, ατημέλητο, ατημέλητες
- встрепенуться στα ελληνικά - ξεκινώ, ανοίγω, αρχή, εγκαινιάζω, ξεκίνημα, ανοικτός, ανοιχτός, ...
Τυχαίες λέξεις
Встревожить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Μεταφράσεις: έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση