Втаскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: втаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκχύλισμα, αποσπώ, να, για, σε, με, για να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вталкивать στα ελληνικά - σπρώξιμο, σπρώχνω, ωθείται, πιέζεται, σπρώχνεται, ωθείται προς, ωθείται προς τα
- втаптывать στα ελληνικά - τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατούσε κάτω από, ποδοπατούσε κάτω από τη
- втачать στα ελληνικά - ραφή, ράβω, βελονιά, Στιτς, Stitch, βελονιάς, ραφής
- втачивать στα ελληνικά - ραφή, ράβω, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
Τυχαίες λέξεις
Втаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκχύλισμα, αποσπώ, να, για, σε, με, για να
Μεταφράσεις: εκχύλισμα, αποσπώ, να, για, σε, με, για να