Λέξη: τομέας
Σχετικές λέξεις: τομέας
τομέας 6 εκπαιδευτικά αποτελέσματα, τομέας αστροφυσικής αστρονομίας και μηχανικής, τομέας ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών, τομέας χ, τομέας 3 διδασκαλία και μάθηση, τομέας συνώνυμα, τομέας 5 προγράμματα παρεμβάσεις και δράσεις βελτίωσης, τομέας υγείας δικηγόρων επαρχιών, τομέας ασφάλισης συμβολαιογράφων, τομέας ειδικής παιδαγωγικής και ψυχολογίας - «ειδική αγωγή λογοθεραπεία - συμβουλευτική»
Συνώνυμα: τομέας
τομεύς, περίβολος, περιφέρεια, τμήμα
Μεταφράσεις: τομέας
τομέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
realm, field, sector, area, sector is, industry
τομέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campo, sector, sector de, del sector, sector del, sector de la
τομέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsatzgebiet, fachrichtung, körper, ackerland, bereich, kugel, hockey, domäne, sphäre, flugplatz, feld, disziplin, platz, gebiet, ebene, schlachtfeld, Sektor, Bereich, Sektors
τομέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clos, aéroport, aérodrome, terrain, règne, région, case, royaume, zone, champ, discipline, plaine, domaine, gisement, sphère, secteur, secteur de, le secteur, secteurs
τομέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campo, regno, quadretto, area, settore, il settore, del settore, comparto, settori
τομέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prado, aeródromo, planície, planícies, realmente, reino, campina, área, campo, deveras, esfera, agro, campos, fibra, aeroporto, verdadeiramente, setor, sector, do sector, o sector, setor de
τομέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akker, veld, rijk, sfeer, terrein, kloot, koninkrijk, vliegveld, vlakte, land, vlieghaven, bol, staat, tucht, omgeving, discipline, sector, Branche, sector van
τομέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полёт, королевство, ветвь, район, пашня, площадка, полет, поприще, шар, пол, область, клин, отрасль, дисциплина, нива, околица, сектор, сектора, секторе, сектором, сектору
τομέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åker, felt, mark, jorde, plan, kongerike, sektoren, sektor, sector
τομέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fält, åker, mark, rike, område, sektor, sektorn, sektorns
τομέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kenttä, vainio, alue, lentokenttä, niitty, tasanko, pelto, keto, maailma, kunta, ala, valtakunta, sektori, alan, sektorin, alalla
τομέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mark, område, sektor, sektoren, sektors, inden
τομέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostor, obor, pole, role, říše, království, terén, sféra, doména, oblast, sektor, odvětví, sektoru, sektorem, odvětvím
τομέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
królestwo, zagon, państwo, boisko, pole, niwa, domena, dziedzina, łan, teren, sektor, sektora, sektorze, sektorem, w sektorze
τομέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állam, háttér, szektor, ágazat, ágazatban, szektorban, ágazathoz
τομέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alan, küre, meydan, ova, krallık, tarla, disiplin, sektör, sektörü, sektörünün, sektörün, sektöründe
τομέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дійсно, насправді, спостереження, фонове, невже, поле, право, справді, фон, тло, бій, сектор
τομέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fushor, aeroport, fushë, arë, sektori, sektor, sektorit, sektori i, e sektorit
τομέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поле, равнина, сектор, сектора, сектори, отрасъл
τομέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поле, сектар, сэктар
τομέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põld, välja, valdus, eemale, sektor, sektori, sektoris, valdkonnas, sektorile
τομέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kraljevina, carstvo, terenu, područja, područje, list, području, teren, sektor, sektora, sektoru
τομέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tún, akur, bali, völlur, geiri, atvinnulífs, opinbera, geira, geiranum
τομέας στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arvum, ager, campus, regnum, imperium
τομέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lyguma, laukinis, dirvožemis, karalystė, sritis, sektorius, sektoriaus, sektoriuje, sektoriui, sektorių
τομέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tīrums, karaliste, lauks, disciplīna, disciplinētība, līdzenums, karaļvalsts, sfēra, sektors, nozare, sektora, nozarē, nozarei
τομέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полето, сектор, секторот, секторот за
τομέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lan, aerodrom, câmp, regat, sector, sectorul, sectorului, din sectorul, sectorul de
τομέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polní, doména, pole, role, oblast, polje, lán, sektor, sektorja, sektorju, sektorji
τομέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
role, doména, lán, oblasť, pole, sektor, sektora, odvetvie, sektore, sektoru