Вцепляться στα ελληνικά

Μετάφραση: вцепляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλώσημα, κατάσχω, πιάνω, απομόνωση, καταλαμβάνω, αρπάζω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν
Вцепляться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вхождение στα ελληνικά - γεγονός, καταχώρηση, συμβάν, λήμμα, περιστατικό, είσοδος, εμφάνιση, ...
  • вцепиться στα ελληνικά - παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, ...
  • вчера στα ελληνικά - χθες, εχθές, χτες, χθεσινή, χθες το
  • вчетверо στα ελληνικά - τετραπλός, τετραπλάσιος, τετραπλή, τετραπλάσια, τετραπλό, τετραπλά
Τυχαίες λέξεις
Вцепляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλώσημα, κατάσχω, πιάνω, απομόνωση, καταλαμβάνω, αρπάζω, κρατήστε, κρατήστε την, κρατήσει, διατηρήσει, διατηρήσουν