Выветривать στα ελληνικά
Μετάφραση: выветривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβρώνω, αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Μεταφράσεις
- вывести στα ελληνικά - προκαλώ, συνάγω, συμπεραίνω, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ...
- выветривание στα ελληνικά - αερισμός, διάβρωση, καιρικές συνθήκες, τις καιρικές συνθήκες, αποσάθρωση, καιρικές, στις καιρικές συνθήκες
- выветриваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διαβρώνοντας, διάβρωση, διάβρωσης, διαβρωτική, ...
- выветривающий στα ελληνικά - διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Τυχαίες λέξεις
Выветривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβρώνω, αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Μεταφράσεις: διαβρώνω, αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται