Λέξη: κατάσκοπος

Σχετικές λέξεις: κατάσκοπος

κατάσκοπος νέλλη, γερμανός κατάσκοπος, κατάσκοπος πληκτρολογίου, ελληνίδα κατάσκοπος, λάλας κατάσκοπος, κατάσκοπος νέλλη full movie, ο κατάσκοποσ, κατάσκοπος νέλλη (1981), κατάσκοπος νέλλη youtube, κατάσκοπος με βελούδινες πατούσες

Συνώνυμα: κατάσκοπος

ανιχνευτής, πρόσκοπος

Μεταφράσεις: κατάσκοπος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spy, a spy, Intelligencer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espiar, espía, espionaje, de espionaje, espías, del espía
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spionieren, kundschafter, spion, Spion, Spionage, spy
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épiez, moucharder, espion, épions, épient, espionner, moucher, espionnage, spy, espionne
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiare, spia, spy, spionaggio, della spia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jorros, espião, espiã, Spy, espionagem, de espionagem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beloeren, spieden, spion, verspieder, bespieder, bespieden, spy, spionage, van de Spion
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
следить, лазутчик, наблюдать, разведчик, проследить, выглядеть, шпион, диверсант, шпионить, подсматривать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spion, Spy, spionere
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spion, snoka, spionera, spy, spionen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakooja, vakoilija, vakoilla, urkkija, kytätä, urkkia, spy, Nuuskija, vakoojan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spion, Spy
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špeh, slídit, vyzvědač, špehovat, špión, špionážní, špion, spy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podpatrzyć, zoczyć, szpiegować, szpieg, szpicel, podpatrywacz, szpiegowanie, szpiclować, szpiegiem, spy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
besúgó, spion, kém, Spy, kémet, a kém
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
casus, Spy, casusluk, ajan, bir casus
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розвідник, шпигун, Шпион, шпигуна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spiun, Spy, spiun i, spiune, spiuni
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шпионин, шпионски, шпионска, шпионка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпіён, шпіёна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nuhkima, nuhk, luuraja, spioon, Spy, spiooni, luurama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadzor, uhoditi, špijun, izvidnik, špijunirati, Spy, uhoda, špijuna, špijunski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
njósnari, njósna, Spy
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnipas, šnipinėjimo, spy, Slaptos, šnipų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spiegs, spiegot, spiegu, spy, spiegošanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпион, шпионот, шпионски, шпиун, шпионска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spion, spionaj, de spionaj, spy, spioni
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spy, vohun, vohunsko, vohunski, vohunske
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špión, špeh, spy

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάσκοπος

Τυχαίες λέξεις