Λέξη: αποπομπή
Σχετικές λέξεις: αποπομπή
αποπομπή σταυρίδη, αποπομπή λεξικο, αποπομπή προκοπάκη, αποπομπή συνώνυμο, αποπομπή τι σημαινει, αποπομπή της ελλάδας από το συμβούλιο της ευρώπης, αποπομπή μπερλουσκόνι
Μεταφράσεις: αποπομπή
αποπομπή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dismissal, expulsion, ouster, ousting, expelled
αποπομπή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despido, expulsión, la expulsión, de expulsión, expulsión de
αποπομπή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amtsenthebung, abweisung, ablehnung, niederschlagung, Vertreibung, Ausweisung, Ausschluss, Ausweisungs, Austreibung
αποπομπή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
départ, libération, révocation, renvoi, acquittement, destitution, congédiement, désaveu, licenciement, expulsion, l'expulsion, éloignement, exclusion
αποπομπή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinvio, espulsione, allontanamento, l'espulsione, di espulsione, cacciata
αποπομπή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despedimento, expulsão, afastamento, a expulsão, de expulsão, de afastamento
αποπομπή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontslag, uitwijzing, verdrijving, uitdrijving, verbanning, uitzetting
αποπομπή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
освобождение, увольнение, отставка, роспуск, отрешение, высвобождение, снятие, высылка, изгнание, высылки, высылке, исключение
αποπομπή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskjed, utvisning, utstøting, utvisningen, bortvisning, utvisnings
αποπομπή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsked, utvisning, utvisnings, avvisning eller utvisning, utvisningen, uteslutning
αποπομπή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erottaminen, potkut, irtisanominen, karkotus, karkottamista, maastapoistamispäätösten, karkottaminen, karkottamisen
αποπομπή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udvisning, udsendelse, udvisningen, bortvisning, om udsendelse
αποπομπή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odmítnutí, propuštění, vyhoštění, vyloučení, vyhnání, expulsion, vypuzení
αποπομπή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwolnienie, wymówienie, odwołanie, odprawa, wydalenie, dymisja, odprawienie, zbycie, oddalenie, wypędzenie, wyparcie, wydalenia, wydaleniu
αποπομπή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiutasítás, kiutasítását, kiutasítása, kiutasításra, kiutasítással
αποπομπή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kovulma, sınırdışı, sınır dışı, çıkarma, sürülmesi
αποπομπή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визволення, відхилення, розпуск, скидання, висилка, вислання, висилання, виселення, заслання
αποπομπή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëbim, dëbimi, dëbimin, përjashtim, përzënien
αποπομπή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгонване, изключване, експулсиране, експулсирането, за експулсиране
αποπομπή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высылка, высыланне
αποπομπή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vallandamine, tagasilükkamine, väljaheitmine, väljasaatmise, väljasaatmine, väljasaatmist, väljasaatmiseks
αποπομπή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otpust, otpuštanje, isključenje, protjerivanje, protjerivanja, protjerivanju, izgona
αποπομπή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brottvísun, brottvikningu nemanda
αποπομπή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsiuntimas, išsiuntimo, išsiųsti, išsiuntimas iš šalies, išsiuntimo iš šalies
αποπομπή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izrakstīšana, atbrīvošana, izraidīšana, izraidīšanu, izraidīšanas, izslēgšana, izraidīt
αποπομπή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
протерување, протерувањето, исклучување, за протерување, истерување
αποπομπή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liberare, expulzare, expulzarea, de expulzare, expulzării, inchiderea
αποπομπή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izgon, izgona, izgonu, izključitev, je izgon
αποπομπή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyhostenie, vyhostenia, vyhostení, odsunu, vyhosteniu
Τυχαίες λέξεις