Вызволять στα ελληνικά
Μετάφραση: вызволять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτεξούσιος, απαλλάσσω, βοήθεια, βοηθός, επικουρία, δωρεάν, εξαγοράζω, τσάμπα, παίρνω, αρωγή, αποκτώ, ξεμπλέκω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вызвать στα ελληνικά - προκαλώ, κλήση, τηλεφωνώ, αιτία, ξεσηκώνω, καλώ, σκοπός, ...
- вызволить στα ελληνικά - απαλλάσσω, βοηθός, εξαγοράζω, αθωώνω, βοήθεια, αυτεξούσιος, αποκτώ, ...
- выздоравливание στα ελληνικά - ανάρρωση, ανάρρωσης, την ανάρρωση, αναρρώσεως, της ανάρρωσης
- выздоравливать στα ελληνικά - επανακτώ, ανακτώ, παίρνω, αποκτώ, αναρρώνω, ανάκτηση, ανακτήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Вызволять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, απαλλάσσω, βοήθεια, βοηθός, επικουρία, δωρεάν, εξαγοράζω, τσάμπα, παίρνω, αρωγή, αποκτώ, ξεμπλέκω
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, απαλλάσσω, βοήθεια, βοηθός, επικουρία, δωρεάν, εξαγοράζω, τσάμπα, παίρνω, αρωγή, αποκτώ, ξεμπλέκω