Выкармливать στα ελληνικά

Μετάφραση: выкармливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, βάγια, ανατρέφω, νοσοκόμα, υψώνω, τροφαντός, παχουλός, σηκώνω, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Выкармливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выкапывать στα ελληνικά - κέντρισμα, σκάβω, σαρκασμός, νύξη, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
  • выкарабкиваться στα ελληνικά - βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει
  • выкатывать στα ελληνικά - ρόδα, τροχός, ανοίγουμε, αναπτύξουν, επεκτείνει σταδιακά, να επεκτείνει σταδιακά, της τροχοδρόμησης
  • выкачать στα ελληνικά - αντλία, φουσκώνω, εκβιάζω, τρόμπα, υποτιμώ, ξεφουσκώσει, ξεφουσκώνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Выкармливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, βάγια, ανατρέφω, νοσοκόμα, υψώνω, τροφαντός, παχουλός, σηκώνω, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα