Λέξη: φακός
Σχετικές λέξεις: φακός
φακός maglite, φακός canon ef 75-300 iii f4-5 6 usm, φακός led, φακός led cree υψηλής φωτεινότητας, φακός εστίασης, φακός επαναφορτιζόμενος, φακός στο στόμα, φακός διαβάσματος, φακός κεφαλής, φακός μπρελόκ
Συνώνυμα: φακός
φακοί, κάτοπτρο, ποτήρι, γυαλλί, ποτήριο, ύαλος, δάδα, πυρσός, δαυλός, ηλεκτρικός φανός, δαδί, στιγμιαίο φώς
Μεταφράσεις: φακός
φακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lens, torch, flashlight, glass, lens is
φακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antorcha, lente, objetivo, lente de, lentes, la lente
φακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lötlampe, taschenlampe, objektiv, brandstifter, blitzlicht, linse, fackel, Objektiv, Linse, Linsen
φακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flambeau, cristallin, lentille, lanterne, objectif, torche, lentilles, verre, l'objectif
φακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obiettivo, fiaccola, face, lente, torcia, lenti, dell'obiettivo, l'obiettivo
φακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tópico, lente, tocha, longitudinalmente, lentes, lente de, objectiva, da lente
φακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flambouw, toorts, fakkel, lens, objectief, de lens, lens van
φακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объектив, лучина, светоч, фотообъектив, фонарь, факел, фонарик, линза, линзы, объектива, линз
φακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
linse, lommelykt, fakkel, linsen, objektivet, objektiv
φακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fackla, ficklampa, bloss, lins, linsen, objektivet, objektiv
φακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taskulamppu, linssi, soihtu, puhalluslamppu, objektiivi, linssin, objektiivin, lens
φακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fakkel, linse, objektiv, linsen, objektivet
φακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čočka, svítilna, objektiv, pochodeň, objektivu, čočky, čoček
φακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
soczewka, palnik, pochodnia, obiektyw, znicz, latarka, obiektywu, soczewki, soczewek
φακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lencse, objektív, lencsét, objektívvel, objektívet
φακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meşale, objektif, lens, mercek, lensi, objektifi
φακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
м'якість, факел, ліхтар, смолоскип, милосердя, об'єктив, об'єктива
φακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lente, objektiv, okular, Lentja, lente të
φακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
факел, обектив, леща, обектива, лещи, лещата
φακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аб'ектыў
φακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põletama, lääts, põleti, läätsed, taskulamp, objektiiv, objektiivi, läätse, lens
φακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
leća, gorionik, luča, leće, objektiv, objektiva, objektivom
φακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
linsu, linsa, linsan, linsuna
φακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
deglas, lęšis, fakelas, objektyvas, objektyvo, lęšių, lęšiai
φακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
objektīvs, lēca, objektīva, lēcas, objektīvu
φακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
леќа, леќата, објектив, леќи, објективот
φακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lanternă, torţă, lentilă, obiectiv, lentile, lentilelor, lentila
φακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
očka, objektiv, leče, leča, lens, objektiva
φακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čačka, baterka, pochodeň, očka, fakľa, šošovka, šošovica, šošovky
Στατιστικά δημοτικότητας: φακός
Τυχαίες λέξεις