Вымышлять στα ελληνικά

Μετάφραση: вымышлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Вымышлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вымыть στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
  • вымышленный στα ελληνικά - ρομαντικός, μυθιστορηματικός, φανταστικό, πλασματική, πλασματικός, πλασματικό
  • вымя στα ελληνικά - μαστάρι, τσάντα, μαστός ζώου, μαστού, μαστό, μαστών, του μαστού
  • вынашивать στα ελληνικά - τσούρμο, μελαγχολώ, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Τυχαίες λέξεις
Вымышлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν