Λέξη: μαύρος

Σχετικές λέξεις: μαύρος

μαύρος θάνατος, μαύρος πάνθηρας, μαύρος γάτος ναύπλιο, μαύρος πητ, μαύρος κύκνος, μαύρος καβαλάρης, μαύρος κρίνος, μαύρος φωτιστικά, μαύρος γάτος ψυρρή, μαύρος γάτος

Συνώνυμα: μαύρος

μαυρισμένος, σκοτεινός, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος, πένθιμος, πισσώδης, έγχρωμος, χρωματιστός

Μεταφράσεις: μαύρος

μαύρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
black, black man

μαύρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boicotear, oscuridad, negro

μαύρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aussichtslos, schmutzig, schicksalhaft, schwärzen, unsauber, mohr, schwarzer, katastrophal, beißend, illegal, schändlich, dunkelheit, schwarze, schwarz, hoffnungslos, schwarzen, schwarzes, schwarzem

μαύρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moricaud, nègre, obscurité, mordant, obscur, noir, clandestin, sombre, noire, indigne, noirs, black, en noir

μαύρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negro, scuro, nero, nera, bianco, neri, il nero

μαύρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negro, preto, preta, negra, branco

μαύρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schandelijk, zwart, zwarte, black

μαύρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подбитый, вороной, беспросветный, черное, наваксить, черные, темнокожий, бойкотировать, постыдный, темный, черный, чёрный, ваксить, чернокожий, позорный, негр, черно, черного, черная, черном

μαύρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sverte, svart, neger, sort, svarte, sorte

μαύρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svart, svarta, black

μαύρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pureva, synkkä, paha, mustua, musta, mustata, synkkyys, mustana, black, mustaa, mustalla, mustan

μαύρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sort, sorte, black

μαύρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
černošský, temný, čerň, černoch, černý, tmavý, černá, černé, černými, black

μαύρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czarnorynkowy, czarny, murzyn, czerń, czernidło, czarnoskóry, bojkotować, ponury, czernić, murzyński, zaczernić, chmurny, czarnym, czarno, czarne

μαύρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyászruha, koromszem, feketeüszög, fekete, a fekete, black

μαύρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayıp, kara, gara, keskin, siyah, black, siyah bir

μαύρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чорний, чорношкірий, негр, чорного, чорна

μαύρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zezak, zezë, zi, e zezë, i zi, të zezë

μαύρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
черен, черно, черна, черни, черната

μαύρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чорны, чорнай

μαύρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pimedus, nurjatu, mustanahaline, tahmama, must, musta, mustad, black, mustade

μαύρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sraman, crne, crno, crn, crnu, crnom, crna, crni, black

μαύρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svartur, Black, svart, svarta, svörtu

μαύρος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ater, niger

μαύρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juoda, juodas, juodos, juodi, juodai

μαύρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
melns, ļauns, melnā, melna, black, melnais

μαύρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
црна, црн, црно, црни, Црното

μαύρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
negru, Negre, neagră, neagra, black

μαύρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
črn, črna, black, črno, črni

μαύρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čerň, čierny, temný, černoch, černošský, čierna, černá, čierne, black

Στατιστικά δημοτικότητας: μαύρος

Τυχαίες λέξεις