Выпестовать στα ελληνικά
Μετάφραση: выпестовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, θετός, τρέφω, ανατρέφω, Foster, προώθηση, Φόστερ, προωθούν
Μεταφράσεις
- выпас στα ελληνικά - βοσκότοπος, βόσκηση, βοσκή, βόσκησης, βοσκής, βόσκουν
- выпачкать στα ελληνικά - παίρνω, λερωμένος, αποκτώ, μαγαρίζω, βρώμικος, λεκές, κηλίδα, ...
- выпечка στα ελληνικά - ψήσιμο, ψησίματος, το ψήσιμο, αρτοποιίας, σόδα
- выпивала στα ελληνικά - έπιναν, ήπιε, ήπιαν, μέθυσου
Τυχαίες λέξεις
Выпестовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, θετός, τρέφω, ανατρέφω, Foster, προώθηση, Φόστερ, προωθούν
Μεταφράσεις: υιοθετώ, θετός, τρέφω, ανατρέφω, Foster, προώθηση, Φόστερ, προωθούν