Выпиливать στα ελληνικά
Μετάφραση: выпиливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πριονίζω, γλύφω, σκαλίζω, είδα, πριόνι, λαξεύω, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, αποκόψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпивоха στα ελληνικά - μπέκρος, φιλοπότης
- выпиливание στα ελληνικά - πριόνισμα, πριονίσματος, στο πριόνισμα, το πριόνισμα, πριονισμού
- выпилить στα ελληνικά - πριονίζω, πριόνι, είδα, κόψτε το, να τη διακόψουν
- выписать στα ελληνικά - εκχύλισμα, αποσπώ, γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε
Τυχαίες λέξεις
Выпиливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πριονίζω, γλύφω, σκαλίζω, είδα, πριόνι, λαξεύω, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, αποκόψει
Μεταφράσεις: πριονίζω, γλύφω, σκαλίζω, είδα, πριόνι, λαξεύω, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, αποκόψει