Λέξη: μεμψίμοιρος
Συνώνυμα: μεμψίμοιρος
υπερευαίσθητος
Μεταφράσεις: μεμψίμοιρος
μεμψίμοιρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maudlin, querulous, murmurer
μεμψίμοιρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quejumbroso, quejumbrosa, quejosa, querulous, quejoso
μεμψίμοιρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rührselig, gefühlsduselei, verdrossen, quengelig, missmutig, Querulanten, querulous, nörgeligen
μεμψίμοιρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ronchonneur*, grondeur, batailleur, acariâtre, querelleur, larmoyant, brouillon, ronchonneur, hargneux, sentimental, récriminateur, querulous, quérulente, quérulent, querelleuse
μεμψίμοιρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
querulo, querula, lamentoso, lamentosa, queruli
μεμψίμοιρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ranzinza, impertinente, rabugento, queixoso, queixosa
μεμψίμοιρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klagerig, knorrige, ontevreden
μεμψίμοιρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жалующийся, ворчливый, раздражительный, брюзгливый, сентиментальный, недовольный, постоянно недовольный, ворчливым, ворчливой
μεμψίμοιρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sentimental, gretten, klagende, klag
μεμψίμοιρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sentimental, gnällig, grälsjuka
μεμψίμοιρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hempeä, ruikuttava
μεμψίμοιρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krakilsk, klynkende, kværulantisk, brokkehoved
μεμψίμοιρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sentimentální, hádavý, hašteřivý, nevrlý, mrzoutský, naříkavý, fňukavý
μεμψίμοιρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrzędny, kłótliwy, ckliwy, sentymentalny, narzekający, marudny
μεμψίμοιρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
panaszkodó, nyafogó, siránkozó, bosszúsan csendült
μεμψίμοιρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakınan, huysuz, mızmız, sızlanan, söylenen
μεμψίμοιρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маца, буркотливий, ворчлівий, буркотлива
μεμψίμοιρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qaraman, ankimtar, idhnak
μεμψίμοιρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раздразнителен, оплаква, се оплаква, нервен, кисел
μεμψίμοιρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бурклівы, буркатлівы
μεμψίμοιρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
virisev, hädaldav, ülisentimentaalne, pahur, torisev, kaeblev, Ruikuttava
μεμψίμοιρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sentimentalan, preosjetljiv, mrzovoljan, mrgodan, plačljiv, ljutit, svadljiv, gunđav
μεμψίμοιρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
querulous
μεμψίμοιρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaižus, irzlus, zirzlus, niurzgus, Narzekający
μεμψίμοιρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īdzīgs, īgns
μεμψίμοιρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фрустриран
μεμψίμοιρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârcotaș, plângăreț, certăreață, plângăcioasă
μεμψίμοιρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sentimentální, Mrgodan
μεμψίμοιρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sentimentálni, uplakaný, ufňukaný, reptavý, hašterivý, hádavý
Τυχαίες λέξεις