Выплачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: выплачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλάσσω, πληρωμή, πληρώνω, αθωώνω, εξαγοράζω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выплатить στα ελληνικά - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, πληρωμή, απαλλάσσω, πληρώνω, αθωώνω, πληρώσει, ...
- выплаченный στα ελληνικά - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
- выплывать στα ελληνικά - ροή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, ρέω, σπάζω, ανασύρεις, ...
- выполаскивать στα ελληνικά - ξεπλένω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
Τυχαίες λέξεις
Выплачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, πληρωμή, πληρώνω, αθωώνω, εξαγοράζω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, πληρωμή, πληρώνω, αθωώνω, εξαγοράζω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν