Λέξη: μεσάζοντας

Μεταφράσεις: μεσάζοντας

μεσάζοντας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
middleman, broker, intermediary, mediator

μεσάζοντας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intermediario, corredor, Broker, agente, corredor de

μεσάζοντας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittelsmann, großhändler, zwischenhändler, grundstücksmakler, grossist, makler, Makler, Vermittler, Broker

μεσάζοντας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agent, courtier, intermédiaire, entremetteur, grossiste, broker, courtiers, courtier en

μεσάζοντας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intermediario, broker, mediatore, mediatore di, broker di

μεσάζοντας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corretor, corretor de, corretora, broker, mediador

μεσάζοντας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
makelaar, broker, met makelaar, handelaar, makelaars

μεσάζοντας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посредник, комиссионер, перекупщик, брокер, брокера, брокером, маклер, брокерско

μεσάζοντας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
megler, megleren, Broker

μεσάζοντας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mäklare, Broker, mäklaren, Mäklar

μεσάζοντας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välittäjä, välittäjän, broker, välittäjänä, välitystä

μεσάζοντας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mægler, mægleren, broker, forhandler

μεσάζοντας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostředník, zprostředkovatel, dohazovač, makléř, kancelář, makléřka, makléře, broker

μεσάζοντας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pośrednik, makler, agent, broker, brokera

μεσάζοντας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bróker, iroda, iroda tette, iroda tette be, tette

μεσάζοντας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyoncu, broker, brokeri, emlakçı, komisyoncusu

μεσάζοντας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
середньостроковий, брокер, группа

μεσάζοντας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komisioner, ndërmjetësi, broker, Brokeri, ndërmjetësi të

μεσάζοντας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, брокер, банки, брокера

μεσάζοντας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
брокер, брокера

μεσάζοντας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkuostja, maakler, maakleri, vahendaja, maaklerite, vahendajana

μεσάζοντας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posrednik, brokera, broker, Brokersko društvo, Brokersko

μεσάζοντας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miðlari, miðlara, Broker, milligönguaðili, lari

μεσάζοντας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
makleris, tarpininkas, brokeris, brokerių, brokerio

μεσάζοντας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
starpnieks, mākleris, brokera, brokeris, brokeru

μεσάζοντας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брокер, брокерот, посредник, брокерски

μεσάζοντας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agent, broker, broker de, imobiliar, brokerul

μεσάζοντας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posrednik, broker, posrednika, Borzni posrednik

μεσάζοντας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maklér
Τυχαίες λέξεις