Вырабатывать στα ελληνικά
Μετάφραση: вырабатывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προσκομίζω, κάνω, φτιάχνω, παραδίδω, εκφωνώ, παράγω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпячиваться στα ελληνικά - διογκώνω, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
- вырабатывает στα ελληνικά - παράγει, προκαλεί, δημιουργεί, παράγουν, παραγωγή
- выработанный στα ελληνικά - που, συντάσσεται, συντάχθηκε, κατάρτιση
- выработать στα ελληνικά - παράγω, φτιάχνω, κατασκευάζω, προσκομίζω, εξαναγκάζω, κάνω, αναπτύξουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Вырабатывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προσκομίζω, κάνω, φτιάχνω, παραδίδω, εκφωνώ, παράγω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προσκομίζω, κάνω, φτιάχνω, παραδίδω, εκφωνώ, παράγω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν