Λέξη: ανατροπή
Σχετικές λέξεις: ανατροπή
ανατροπή στην αιγιάλεια, ανατροπή δημοσκόπηση, ανατροπή & αλληλεγγύη στη μεταμόρφωση, ανατροπή δημιουργία, ανατροπή στην αττική, ανατροπή συνώνυμα, ανατροπή στη γλυφάδα, ανατροπή τώρα, ανατροπή κατάσχεσης, ανατροπή στα βριλήσσια
Συνώνυμα: ανατροπή
αντιστροφή, ακύρωση, αντιλογισμός, τζίρος, στροφή, τούμπα, κύκλος εργασίων, αλλαγή, πτώση, υπονόμευση
Μεταφράσεις: ανατροπή
ανατροπή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overthrow, reversal, subversion, upset, overturn
ανατροπή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derribar, postrar, derrocar, derrocamiento, caída, el derrocamiento, derrota
ανατροπή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umstürzen, Sturz, Umsturz, stürzen, zu stürzen, Sturzes
ανατροπή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renverser, renversement, bousculer, subversion, bouleverser, intervertir, culbuter, déranger, chute, bouleversement, défaite
ανατροπή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbattere, rovesciamento, caduta, rovesciare, abbattimento, sconfitta
ανατροπή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entornar, derribar, derrubar, revirar, derrubada, subversão, queda, derrota
ανατροπή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kappen, wippen, vellen, omkeren, kantelen, omvergooien, neervellen, omgooien, omverwerping, omverwerpen, val, omkering, omver te werpen
ανατροπή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекинуть, гибель, опрокинуть, поражение, валять, ниспровержение, свергать, низлагать, низложение, ниспровергать, свергнуть, уничтожать, валить, свержение, перебросить, побеждать, свержения, низвержение, свержению
ανατροπή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kantre, styrte, styrtet, å styrte, styrting
ανατροπή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
störta, stört, störtandet, störtande, störtas
ανατροπή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumous, suistaa, kaataa, kaatamisen, syrjäyttämisen, kukistamista, kukistumisen
ανατροπή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
styrte, omstyrtelse, vælte, omstyrtelsen, væltet
ανατροπή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převrátit, převrácení, porazit, poražení, svrhnout, převrhnout, převrat, skácet, povalit, svržení, výchylka
ανατροπή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obalenie, obalać, przewrót, utrącić, obalić, przewracać, upadek, burzenie
ανατροπή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vereség, megbuktat, megdöntésére, megdöntése, megdöntését, megdönteni
ανατροπή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devirmek, devrilmesi, alaşağı edilmesi, yıkmak
ανατροπή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекидання, повалити, перекиньте, перекинути, повалення, скидання, скинення
ανατροπή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëzoj, hedh përtokë, fitoj, i jap fund, përmbysja
ανατροπή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поражение, побеждавам, преобръщам, събарям, свалям, повалям
ανατροπή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звяржэнне, зьвяржэньне, скіданьне, скінуць
ανατροπή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kukutama, kummutama, kummutamine, kukutamine, kukutamist
ανατροπή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobijediti, srušiti, zbaciti, pad, obaranje, prebačaj, oboriti, svrgavanje
ανατροπή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stóli, steypa
ανατροπή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
everto
ανατροπή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuvertimas, permetimas, nuversti, žlugus
ανατροπή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gāzt, ieskrējiens, gāšana, gāšanu, gāšanas
ανατροπή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соборувањето, падот, соборување, уривање, отфрлање
ανατροπή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răsturnare, răsturnarea, rasturnarea, rasturnare, răsturnării
ανατροπή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrženi, strmoglavljenje, padcem, premik, strmoglavljenju, strmoglavili
ανατροπή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvrhnutie, zvrhnutí, zvrhnutia, zvrhnutiu, zvrhnúť
Στατιστικά δημοτικότητας: ανατροπή
Τυχαίες λέξεις