Выравнивание στα ελληνικά
Μετάφραση: выравнивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ευθυγράμμιση, ευθυγράμμισης, την ευθυγράμμιση, της εναρμόνισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выработать στα ελληνικά - παράγω, φτιάχνω, κατασκευάζω, προσκομίζω, εξαναγκάζω, κάνω, αναπτύξουν, ...
- выработка στα ελληνικά - παραγωγή, άρθρο, κατασκευάζω, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
- выравнивать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, σωστός, ακόμα, ίσος, λείος, δικαίωμα, δεξιός, ...
- выравниваться στα ελληνικά - δικαίωμα, αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, ντύνω, ίσος, φόρεμα, ντύνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Выравнивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ευθυγράμμιση, ευθυγράμμισης, την ευθυγράμμιση, της εναρμόνισης
Μεταφράσεις: τεκμηρίωση, βαθμολόγηση, αιτιολογία, εξίσωση, φόδρα, δικαιολογία, ευθυγραμμία, ευθυγράμμιση, ευθυγράμμισης, την ευθυγράμμιση, της εναρμόνισης