Λέξη: μεταρσίωση

Σχετικές λέξεις: μεταρσίωση

μεταρσίωση συνωνυμο, μεταρσίωση λεξικο, μεταρσίωση ετυμολογία, μεταρσίωση τι σημαινει, μεταρσίωση βρεττάκος, μεταρσίωση σημασια, μεταρσίωση ορισμος

Μεταφράσεις: μεταρσίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exaltation, metarsiosi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elevación, exaltación, metarsiosi
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhöhung, metarsiosi
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exaltation, extase, soulèvement, metarsiosi
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estasi, metarsiosi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возбуждение, захваты, возвеличение, экзальтация, восторженность, восторг, захват, повышение, возвышение, увлечение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstase, metarsiosi
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hurmio, haltioituminen, metarsiosi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extáze, vytržení, velebení, metarsiosi
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
egzaltacja, wywyższenie, podniesienie, zachwyt, metarsiosi
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felmagasztalás, metarsiosi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захоплення, зведення, звеличання, порушення, metarsiosi
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joovastus, vaimustus, metarsiosi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extaz, metarsiosi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
velebení, metarsiosi
Τυχαίες λέξεις