Выскабливание στα ελληνικά
Μετάφραση: выскабливание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθορά, απόξεση, αμυχή, τριβή, curettage, αποξέσεων, η απόξεση, απόξεσης
Μεταφράσεις
- высиживать στα ελληνικά - πιάνω, μπουκαπόρτα, παραμένω, άνοιγμα, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, ...
- выситься στα ελληνικά - ορθώνομαι, ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, πύργος, vysitsya
- выскабливать στα ελληνικά - ξύνω, διαγράφω, Το ξύσιμο, Ξύσιμο, χτυπάει Ο, ηλεκτροκινητήρας χτυπάει Ο, ηλεκτροκινητήρας χτυπάει
- высказанный στα ελληνικά - ειλικρινής, ντόμπρος, δήλωσε, δηλώνεται, αναφέρεται, ανέφερε, αναφέρθηκε
Τυχαίες λέξεις
Выскабливание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθορά, απόξεση, αμυχή, τριβή, curettage, αποξέσεων, η απόξεση, απόξεσης
Μεταφράσεις: φθορά, απόξεση, αμυχή, τριβή, curettage, αποξέσεων, η απόξεση, απόξεσης