Выслушивать στα ελληνικά

Μετάφραση: выслушивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
Выслушивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выслужить στα ελληνικά - προβαίνω, υπηρετώ, προχωρώ, πρόοδος, προκαταβάλλω, και να αποκτήσουν, και να αποκτήσει, ...
  • выслушивание στα ελληνικά - ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
  • высматривать στα ελληνικά - βούλα, εντοπίζω, φαίνομαι, βλέμμα, εμφάνιση, μέρος, σπυρί, ...
  • высмеивание στα ελληνικά - χλευασμός, παρωδία, κοροϊδία, χλευασμό, χλευασμού, τον χλευασμό, περίγελο
Τυχαίες λέξεις
Выслушивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει