Выступать στα ελληνικά
Μετάφραση: выступать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβάλλω, αποδίδω, φαίνομαι, διάβημα, εμφανίζομαι, πρόγραμμα, βηματίζω, διαφαίνομαι, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τροφαντός, κρένω, βήμα, παχουλός, εκτελώ, σχέδιο, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выстукивать στα ελληνικά - φωνή, ήχος, γερός, τσιμπούρι από
- выступ στα ελληνικά - παρουσίαση, φρύδι, υπολογισμός, παράσταση, προεξοχή, αφεντικό, χείλος, ...
- выступающий στα ελληνικά - διακεκριμένος, ευδιάκριτος, διαπρεπής, εξαιρετικός, προβάλλοντας, προεξέχοντα, προεξέχον, ...
- выступить στα ελληνικά - βήμα, διαφαίνομαι, αποδίδω, διάβημα, φαίνομαι, εμφανίζομαι, εκτελώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Выступать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβάλλω, αποδίδω, φαίνομαι, διάβημα, εμφανίζομαι, πρόγραμμα, βηματίζω, διαφαίνομαι, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τροφαντός, κρένω, βήμα, παχουλός, εκτελώ, σχέδιο, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Μεταφράσεις: προβάλλω, αποδίδω, φαίνομαι, διάβημα, εμφανίζομαι, πρόγραμμα, βηματίζω, διαφαίνομαι, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τροφαντός, κρένω, βήμα, παχουλός, εκτελώ, σχέδιο, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση