Вытерпеть στα ελληνικά
Μετάφραση: вытерпеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσχω, υποστηρίζω, παθαίνω, υπομένω, γεννώ, αντέχω, κρατώ, υποφέρω, συντηρώ, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вытереть στα ελληνικά - σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, ...
- вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
- вытертый στα ελληνικά - ξεφτισμένος, πτωχικός, φθαρμένο, φθαρμένα, τετριμμένα
- вытесать στα ελληνικά - πελεκώ, πελεκητή, πελεκητές, με πελεκητή, αυτή με πελεκητή
Τυχαίες λέξεις
Вытерпеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσχω, υποστηρίζω, παθαίνω, υπομένω, γεννώ, αντέχω, κρατώ, υποφέρω, συντηρώ, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
Μεταφράσεις: πάσχω, υποστηρίζω, παθαίνω, υπομένω, γεννώ, αντέχω, κρατώ, υποφέρω, συντηρώ, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει