Вытравлять στα ελληνικά
Μετάφραση: вытравлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выточка στα ελληνικά - σηκός, εσοχή, εσοχής, υποδοχή, εγκοπή, κοιλότητα
- вытравливание στα ελληνικά - χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
- вытребовать στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, προμηθεύομαι, καλέσει, καλούν, να καλέσει, κλητεύει, ...
- вытрезвить στα ελληνικά - ξεμέθυστος, νηφάλιος, vytrezvit
Τυχαίες λέξεις
Вытравлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Μεταφράσεις: διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται