Λέξη: μπουφές

Σχετικές λέξεις: μπουφές

μπουφές ικεα, μπουφές για πάρτυ, μπουφές για παιδικό πάρτυ γενεθλίων, μπουφές με finger food, μπουφές για βάπτιση, μπουφές πάρτυ, μπουφές για παιδικό πάρτυ συνταγες, μπουφές για γιορτή, μπουφές για ονομαστική γιορτή, μπουφές παιδικό πάρτυ, παιδικό πάρτυ μπουφές, παιδικο παρτυ

Συνώνυμα: μπουφές

φούσκα, φύσημα, πνοή, φούσκωμα, κυλικείο, ράπισμα, γρόνθος

Μεταφράσεις: μπουφές

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sideboard, buffet, buffet is, breakfast, A buffet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aparador, cantina, bufé, buffet de, bufet, de buffet, tipo buffet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
serviertisch, schlag, büfett, puff, buffet, anrichte, büffet, Buffet, Stücksbuffet, Früh
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bahut, atteinte, buffet, dressoir, armoire, bar, heurt, crédence, choc, coup, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
credenza, bar, buffet, a buffet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bufete, aparador, armário, bufê, buffet, buffet de, buffet de pequeno
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buffet, bar, restauratie, kast, tapkast, ontbijtbuffet, geserveerd, buffetrestaurant, buffet samenstellen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тумак, затрещина, ударять, горка, оплеуха, протискиваться, тычок, бороться, пощечина, буфет, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bar, skjenk, buffet, buffé, frokost
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skänk, buffé, buffet, buffén
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjoilupöytä, riepotella, paiskoa, kaappi, bufetti, buffet, buffetaamiainen, noutopöytäaamiainen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
buffet, serveres, morgenbuffet, retter
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příborník, úder, bufet, kredenc, rána, formou bufetu, formou, bufetu, snídaně formou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kredens, bufet, uderzenie, formie bufetu, w formie bufetu, bufetu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
puff, pofon, lábzsámoly, tálaló, büfé, svédasztalos, büfé jellegű, Buffet, büféreggelit
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büfe, açık büfe, büfesi, bir açık büfe, buffet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагон-ресторан, буфет, вдаряти, боротися, бороти, сервант, їдальня, буфету
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shuplakë, bufe, dollap, shuplakë e, goditje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бюфет, шведска маса, на шведска маса, на бюфет
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буфет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhvetkapp, puhvet, vemmeldama, einelaud, Rootsi lauas, buffet, Rootsi laud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šamar, bife, udarac, buffet, švedski stol, švedski stol za, švedski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veitingaborð, hlaðborð, réttum, býðst, hlaðborði, með hlaðborði
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abacus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bufetas, švediškas stalas, savitarnos, patiekiami savitarnos, švediško stalo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bufete, bufetes, bufetes tipa, bufetes stila, bufetes veida
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бифе, шведска маса, вклучена, Ресторан, шведската маса
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bufet, tip bufet, dejun bufet, dejun tip bufet, bufet de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bife, postranice, samopostrežni, buffet, samopostrežna, samopostrežnim
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
automat, bufet, reštaurácia, buffet

Στατιστικά δημοτικότητας: μπουφές

Τυχαίες λέξεις