Вязанка στα ελληνικά
Μετάφραση: вязанка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, δεσμίδα, συστοιχία, δέσμη, αδελφή, μάτσο, τσιγάρο, σωριάζω, πούστης, ομοφυλόφιλος, σουτζουκάκια, αδερφίστικα, σουτζουκάκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вязальщица στα ελληνικά - πλέκων, πλέκτρια, πλέξιμο, knitter, πλέκων ο
- вязание στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
- вязаный στα ελληνικά - πλεκτά, πλεκτό, πλεκτών, πλεγμένο, πλεκτού
- вязанье στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
Τυχαίες λέξεις
Вязанка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, δεσμίδα, συστοιχία, δέσμη, αδελφή, μάτσο, τσιγάρο, σωριάζω, πούστης, ομοφυλόφιλος, σουτζουκάκια, αδερφίστικα, σουτζουκάκι
Μεταφράσεις: κύλινδρος, κυλώ, τσουβαλιάζω, τσαμπί, σύμπλεγμα, ψωμάκι, αφηνιάζω, δεσμίδα, συστοιχία, δέσμη, αδελφή, μάτσο, τσιγάρο, σωριάζω, πούστης, ομοφυλόφιλος, σουτζουκάκια, αδερφίστικα, σουτζουκάκι