Λέξη: νοητός
Σχετικές λέξεις: νοητός
νοητός λύκος, νοητός english, νοητός ήλιος, νοητός αγγλικά
Συνώνυμα: νοητός
φανταστός, διανόητος, αντιληπτός, κατανοητός, καταληπτός, σαφής
Μεταφράσεις: νοητός
νοητός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conceivable, thinkable, intelligible, imaginable, comprehensible
νοητός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pensable, concebible, imaginable, pensables, impensable
νοητός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
denkbar, absehbar, denkbare, denkbaren, erdenklichen
νοητός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concevable, imaginable, pensable, envisageable, pensables
νοητός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pensabile, pensabili, thinkable, immaginabile, concepibile
νοητός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imaginável, concebível, pensável, pensáveis, thinkable
νοητός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
denkbaar, denkbare, ondenkbaar
νοητός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мыслимый, постижимый, возможный, мыслимо, мыслимым, мыслимого, мыслима
νοητός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tenkelig, tenkelige, thinkable, tenkbar, kan tenke seg
νοητός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tänkbara, tänkbar, tänkbart, thinkable
νοητός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mahdollinen, järkeenkäypä, uskottava, ajateltava, ajateltavissa oleva, ajateltavissa, pakottaisi oman, pakottaisi
νοητός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tænkelige, tænkeligt, tænkelig, musikkataloger
νοητός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myslitelný, myslitelné, myslitelná
νοητός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyobrażalny, ewentualny, pomyślenia, do pomyślenia, thinkable
νοητός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elképzelhető, elgondolható, elgondolkodtató
νοητός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşünülebilir, düşünülemez, akla gelebilecek, gelebilecek, düşünebiliriz
νοητός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мислимий, мислений
νοητός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mendueshëm, mendueshëm, i përfytyrueshëm, përfytyrueshëm
νοητός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възможен, осъществим, мислим, мислимо, мислима
νοητός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мажлівы
νοητός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõeldav, lihtsalt mõttemäng, mõeldava
νοητός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razumljiv, uvjerljiv, dostižan, zamisliv, zamisliva, razmisliti, zamislivo odn, zamislive
νοητός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugsanlegur, thinkable
νοητός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galimas, įmanomas, thinkable, stoką
νοητός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
domājams
νοητός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замисливо
νοητός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imaginabil, thinkable, neconceput, imaginabile, accesibil gândirii în
νοητός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
goče misliti, Zasnov, vendarle mogoča
νοητός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mysliteľný, možný, mysliteľné, bolo mysliteľné, nemysliteľný