Вязаться στα ελληνικά
Μετάφραση: вязаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вязанье στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
- вязать στα ελληνικά - δένω, βιβλιοδετώ, ζαρώνω, πλέκω, θρέφω, δεσμεύω, γραβάτα, ...
- вязка στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
- вязкий στα ελληνικά - κολλώδης, ανυποχώρητος, κολλητικός, επίμονος, ελώδης, γλοιώδης, ιξώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Вязаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε
Μεταφράσεις: διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ταιριάζουν, χωράει στην, χωρέσει σε