Λέξη: νοθεύω
Σχετικές λέξεις: νοθεύω
νοθεύω συνώνυμο, νοθεύω english, νοθεύω στα αγγλικά, νοθεύω αγγλικά
Συνώνυμα: νοθεύω
ψευτίζω, πλαστογραφώ, νοθεύω τρόφιμα, πονηρεύω, σοφιστεύω, αποβάλλω την αθωότητα, αποβάλλω την απλότητα, αποπλανώ
Μεταφράσεις: νοθεύω
νοθεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adulterate, sophisticate, falsify
νοθεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adulterar, sofisticar, sofisticado, sofisticada, sofisticó, sophisticate de
νοθεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sophisticate, Feingeist, verfeinerte, gehobenen Ansprüchen
νοθεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adultérer, frelater, truquer, altérer, adultérons, adultérez, fausser, adultèrent, maquiller, contrefaire, falsifier, trafiquer, distordre, sophistiqué, sophisticate, sophistiquée, sophistiquer
νοθεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulterare, sofisticare, sofisticato, sofisticata, sophisticate, raffinata
νοθεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulterar, sofisticar, sofisticado, sophisticate, sofisticada, sofisticou
νοθεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdraaien, misleiden, verfijnd, verfijnde, sophisticate
νοθεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подделывать, фальсифицировать, подделать, подработать, подмешивать, усложняем, лишать, роскошным
νοθεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfalske, sophisticate, sofistikert, sofistikert som, så sofistikert som, så sofistikert
νοθεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfalska, sophisticate, sofistikera, sofistikerad
νοθεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkaa, laimentaa, hieno ihminen, Sophisticate, hienostunut, hienostunut kuin
νοθεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sofistikeret, sophisticate, sofistikerede, sofistikere
νοθεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
falšovat, zfalšovat, obloudit, sophisticate
νοθεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszukiwać, zafałszować, fałszować, podrabiać, sophisticate
νοθεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szofista érveket fejt ki, szofista érveket fejt, szofista, szofista érveket, a szofista
νοθεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaşarlanmak, entellektüel, pişmek, bilge, hayat tecrübesi kazandırmak
νοθεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підробляти, підробити, фальшувати, домісіть, ускладнюємо
νοθεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prish, stërholloj, ndërlikoj, shtrembëroj
νοθεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подправям, софизми, извъртам, изменям, софист
νοθεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усложняем
νοθεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahjendama, rikkuma, sophisticate, võltsuma, Tore inimene
νοθεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
falsificirati, pokvariti, korumpirati, sofistikovati, učiniti prefinjenim, prefinjenim
νοθεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sophisticate
νοθεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padirbinėti, modernizuoti, nenuoširdų, išmanantis žmogus, falsifikuoti
νοθεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagrozīt, piejaukt, viltot
νοθεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
софизми
νοθεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
perverti, sofisticate, sofisticat, mai sofisticate, din cele mai sofisticate
νοθεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sophisticate, prefinjenim
νοθεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obloudit, oklamať
Τυχαίες λέξεις