Гаснуть στα ελληνικά
Μετάφραση: гаснуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσώ, έξω, αποδυναμώνω, χτύπημα, αποδυναμώνομαι, βγαίνω, πάω έξω, βγαίνουν, βγείτε, βγούμε έξω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гаситель στα ελληνικά - σβήνων, αποσβέστης, αποσβεστή, αποσβέστη, αποσβεστήρα
- гасить στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, σβήνω, κατάσβεση, σβήσει, σβήσουν, την κατάσβεση, ...
- гастрит στα ελληνικά - γαστρίτιδα, γαστρίτιδας, της γαστρίτιδας, η γαστρίτιδα, γαστρίτιδος
- гастрический στα ελληνικά - γαστρικός, γαστρικού, γαστρικό, γαστρική, γαστρικής
Τυχαίες λέξεις
Гаснуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσώ, έξω, αποδυναμώνω, χτύπημα, αποδυναμώνομαι, βγαίνω, πάω έξω, βγαίνουν, βγείτε, βγούμε έξω
Μεταφράσεις: φυσώ, έξω, αποδυναμώνω, χτύπημα, αποδυναμώνομαι, βγαίνω, πάω έξω, βγαίνουν, βγείτε, βγούμε έξω