Глазировать στα ελληνικά
Μετάφραση: глазировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глазирование στα ελληνικά - ζαχαροαλοιφή, πάγωμα, το πάγωμα, παγώνει, παγώματος
- глазированный στα ελληνικά - στιλπνός, γυαλιστερός, τζάμια, τζάμι, εφυαλωμένα, τζάμια στα, παράθυρα
- глазировка στα ελληνικά - ζαχαροαλοιφή, πάγωμα, το πάγωμα, παγώνει, παγώματος
- глазник στα ελληνικά - οφθαλμίατρος, οφθαλμίατρο, oculist, οφθαλμολόγος
Τυχαίες λέξεις
Глазировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
Μεταφράσεις: καραμέλα, γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα