Глянец στα ελληνικά
Μετάφραση: глянец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάμπω, λουστράρω, γυαλίζω, εξήγηση, στιλβώνω, λούστρο, γυαλάδα, ερμηνεία, βερνίκι, στιλπνότητα, σχολιάζω, gloss, αποσιωπήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глядеть στα ελληνικά - εμφάνιση, ρολόι, βλέμμα, φαίνομαι, φρουρά, παρακολουθώ, κοιτάζω, ...
- глядеться στα ελληνικά - βλέμμα, φαίνομαι, κοιτάζω, ρολόι, παρακολουθώ, φρουρά, εμφάνιση, ...
- глянцевать στα ελληνικά - γυαλίζω, ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω, ...
- глянцевитый στα ελληνικά - γυαλιστερός, άψογος, στιλπνός, γλοιώδης, καλοφτιαγμένος, γυαλιστερό, γυαλιστερή, ...
Τυχαίες λέξεις
Глянец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάμπω, λουστράρω, γυαλίζω, εξήγηση, στιλβώνω, λούστρο, γυαλάδα, ερμηνεία, βερνίκι, στιλπνότητα, σχολιάζω, gloss, αποσιωπήσει
Μεταφράσεις: λάμπω, λουστράρω, γυαλίζω, εξήγηση, στιλβώνω, λούστρο, γυαλάδα, ερμηνεία, βερνίκι, στιλπνότητα, σχολιάζω, gloss, αποσιωπήσει