Гнущийся στα ελληνικά

Μετάφραση: гнущийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Гнущийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гнуться στα ελληνικά - γέρνω, σκύβω, καμπυλώνεται, στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, ...
  • гнушаться στα ελληνικά - έχε, έχω, αποφεύγω, Shun, αποφεύγουν, των shun, αποφεύγει
  • гнёздышко στα ελληνικά - φωλιάζω, θαλάμη, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
  • гнёт στα ελληνικά - καταπίεση, καταδυνάστευση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Τυχαίες λέξεις
Гнущийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο