Λέξη: παρεκκλήσι

Σχετικές λέξεις: παρεκκλήσι

παρεκκλήσι της καπέλα σιξτίνα στο βατικανό, παρεκκλήσι scrovegni, παρεκκλήσι αγ. παρασκευής - χορτιάτης, παρεκκλήσι των pazzi, παρεκκλήσι σκροβένι, παρεκκλήσι brancacci, παρεκκλήσι των πάτσι, παρεκκλήσι του ρόσλιν, παρεκκλήσι του αγίου ισιδώρου τησ βασιλικήσ του αγίου μάρκου βενετίασ, παρεκκλήσι αγίας παρασκευής παλαιοκάστρου

Μεταφράσεις: παρεκκλήσι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrine, chapel, the chapel, chapel of, a chapel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
relicario, capilla, la capilla, capilla de, ermita, capilla del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heiligengrab, schrein, Kapelle, chapel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chapelle, reliquaire, sanctuaire, la chapelle, chapelle de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cappella, cappella di, chapel, la cappella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capela, Chapel, capela de, capela do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapel, Chapel, de Kapel, kapel van, kapelletje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усыпальница, врастать, ковчег, гробница, рака, храм, святилище, святыня, часовня, часовни, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapell, kapellet, Chapel
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrin, kapell, Chapel, kapellet, Gudstjänst
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyhättö, pyhäkkö, kappeli, kappelin, kappelissa, kappeliin, chapel
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapel, Chapel, kapellet, kirken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svatyně, relikviář, kaple, Chapel, kapli, kaplička
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapliczka, przybytek, relikwiarz, sanktuarium, świątynia, kaplica, Chapel, kaplicy, kaplicę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oltár, kegyhely, ereklyetartó, kápolna, kápolnát, kápolnában, kápolnába, kápolnája
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küçük kilise, şapel, şapelin, şapeli, bir şapel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рака, каплиця, каплицю, капличка, часовня
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kishëz, kapelë, kapelës, kishëz të, kapela
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гробница, параклис, параклиса, църква, параклисът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капліца, каплічка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tempel, pühapaik, reliikvialaegas, kabel, kabeli, kabelis, kabelit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oltar, grob, hram, svetinja, kapela, kapelica, kapeli, kapele, kapelicu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kapella, CHAPEL, kapellunni, kapellu, kapellan
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
delubrum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koplyčia, Chapel, koplyčios, koplyčią, koplytėlė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapela, Chapel, kapliča, kapella, kapelu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капелата, капела, параклис, параклисот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capelă, Chapel, capela, paraclis, capele
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapela, kapelica, kapelo, kapelico, kapeli
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kaplnka, kaplnky, kaple, Chapel

Στατιστικά δημοτικότητας: παρεκκλήσι

Τυχαίες λέξεις